Η Χρυσάνθη άφησε το παρατηρητήριό της και κατέβηκε γοργά την πλαγιά του βουνού, αθόρυβα όπως ήλθε. Το μυαλό της έβραζε από σκέψεις, που προκάλεσαν τα λόγια των γονιών της. Δεν θα την ένοιαζε βέβαια ν’ αφήσει το χωριά για τα βουνά, αλλά ένιωθε, όπως κι η μητέρα της, ότι οι χωριανοί τις είχαν ανάγκη. Ως μάγισσα, η Κυβέλη είχε φροντίσει τις πληγές που είχαν στο σώμα και στην καρδιά. Ήταν δεμένη μαζί τους, όπως θα δένονταν κάποτε και η Χρυσάνθη. Δεν ήταν σωστό να τους εγκαταλείψουν, καθόλου σωστό. Αλλά τι να έκαναν; Ο πατέρας της είχε δίκιο… οι χωριανοί αποστρέφονταν πλέον την Κυβέλη. Δεν θα την ακολουθούσαν τώρα.
Θα το έλεγε τουλάχιστον στην Αλεξάνδρα. Μόνο η Αλεξάνδρα μπορούσε να την πιστέψει. Θα ήθελε μάλλον κι αυτή να φύγει, τι θα έκανε με αυτόν τον Γερμανό που ξερογλειφόταν γύρω της, σαν σκυλί που έχει μυρίσει κρέας; Η Χρυσάνθη έπρεπε μόνο να την ξεμοναχιάσει.
Αλλά η Κυβέλη δεν κατάφερε να την βρει μόνη. Η μητέρα της Αλεξάνδρας έδειχνε αποφασισμένη να την εξαφανίσει, μην τυχόν και τραβήξει ξανά την προσοχή του Γερμανού στρατιώτη. Για δυο μέρες η Χρυσάνθη παραμόνευε έξω από τον κήπο της Αλεξάνδρας και η απελπισία της θέριευε κάθε ώρα που κυλούσε. Η μητέρα της δεν είχε πει κουβέντα για τη μεταμεσονύκτια συνάντηση και το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί η Χρυσάνθη ήταν ότι θα την απομάκρυνε μόλις όλα ήταν έτοιμα.
Όταν οι αντάρτες εκτέλεσαν τους αιχμάλωτους, η Κυβέλη και η Χρυσάνθη ένιωσαν ν’ αντηχούν τα κόκκαλά τους. Σήκωσαν το βλέμμα από το φτωχικό δείπνο τους και κοιτάχτηκαν με τα μάτια ορθάνοικτα, έως ότου τα μάτια της Κυβέλης στένεψαν.
«Με άκουσες να μιλάω στον πατέρα σου, έτσι;» Η Χρυσάνθη έγνεψε καταφατικά και η Κυβέλη αναστέναξε. «Εντάξει, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις τώρα. Έλα, τα πράγματά μας είναι έτοιμα. Αν ρωτήσει κανένας, πάμε να μαζέψουμε χόρτα στην άλλη πλευρά του βουνού».
«Και δεν θα είναι ψέμα», είπε η Χρυσάνθη, προσπαθώντας να μιλήσει χαρωπά. «Γιατί σίγουρα θα μαζέψουμε χόρτα, ε μαμά;»
«Ακριβώς», είπε η Κυβέλη με ένα ζορισμένο χαμόγελο και μάζεψαν τα πράγματά τους.
Αλλά κανείς δεν τις ρώτησε που πήγαιναν. Η καλύβα τους ήταν στην άκρη του χωριού, στους πρόποδες της βουνοπλαγιάς. Μόλις έβγαιναν απ’ την πόρτα τους μπορούσαν ν’ αρχίσουν την ανάβαση. Αλλά όταν έφτασαν στην πρώτη ράχη, η Χρυσάνθη δίστασε, ακριβώς όπως τη μέρα που βρήκε την Ελένη Τιρεκίδου.
«Μαμά», ψιθύρισε. «Είσαι σίγουρη; Κανέναν δε μπορούσαμε να σώσουμε;»
«Δοκιμάσαμε, αγάπη μου», απάντησε η Κυβέλη. «Ρώτησα ήδη όσους εμπιστεύομαι ότι δεν θα μας προδώσουν και είπαν όχι. Είναι πολύ αργά πια».
«Ακόμη και η Αλέκα;», φώναξε η Χρυσάνθη. «Η Αλέκα είπε όχι;»
«Ακόμη και η Αλέκα», είπε ήρεμα η Κυβέλη. «Δεν θέλει να αφήσει τη μητέρα της και η μητέρα της δεν μας θέλει».
Δάκρυα χάραξαν το πρόσωπο της Χρυσάνθης, ενώ συνέχιζαν ν’ ανεβαίνουν, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε άλλο. Ήξερε ότι δεν είχε ραγίσει μόνο η δική της καρδιά, ένιωθε τα δάκρυα της Κυβέλης να ενώνονται με τα δικά της. Αν και ήξερε ότι αυτή έφταιγε, ότι μόνο η ανάγκη να σώσει την κόρη της μπορούσε να αναγκάσει την Κυβέλη να εγκαταλείψει το ποίμνιό της, δεν λυπόταν που ήταν η αιτία αυτής της θλίψης για τη μητέρα της. Η Κυβέλη θα στενοχωριόταν, αλλά θα ζούσαν. Και οι δύο.
Το σούρουπο είχαν φτάσει σε μια σπηλιά που η Χρυσάνθη αναγνώρισε από το όνειρό της. Ήταν ωραία σπηλιά, έπρεπε να παραδεχτεί η Χρυσάνθη. Για δεκαετίες, ίσως αιώνες, την χρησιμοποιούσαν βοσκοί που περνούσαν τα καλοκαίρια με τα κοπάδια τους στα ορεινά βοσκοτόπια. Ήταν ακριβώς ότι χρειάζονταν για τον σκοπό τους. Έπρεπε μόνο να περιμένουν… και να επιζήσουν.
Αλλά για την Χρυσάνθη η αναμονή ήταν πάντα κάτι το δύσκολο. Τώρα, αποδείχτηκε εντελώς ανίκανη να αφοσιωθεί σε κάποια χρήσιμη εργασία και η Κυβέλη δεν την πίεσε. Ενώ η μητέρα κατασκεύαζε μια αυτοσχέδια κουζίνα και μάζευε ότι φαγώσιμο μπορούσε να βρει, η Χρυσάνθη τριγυρνούσε στις πλαγιές του βουνού, ελπίζοντας να συναντήσει τον πατέρα της και τ’ αδέλφια της.
Αυτό που βρήκε όμως πάγωσε την καρδιά της – και μόλις το μυαλό της κατάλαβε τι έβλεπαν τα μάτια της, την ένιωσε να θρυμματίζεται σε χίλια κομμάτια. Μια πομπή γερμανικών φορτηγών – μόνο γερμανικά θα μπορούσε να είναι – κινείτο με κάποιο σκοπό στο κάτω μέρος της κοιλάδας, μαύρη και απειλητική σαν οχιά. Και ο σκοπός της οχιάς ήταν, το ήξερε, η καταστροφή της Καστανιάς. Η μπόχα του θανάτου και της σαπίλας που έβγαινε από την πομπή ήταν τόσο έντονη που η Χρυσάνθη σχεδόν πνίγηκε.
Πριν καταλάβει τι κάνει, η Χρυσάνθη βρέθηκε να κατεβαίνει τρέχοντας ένα μονοπάτι που θα την οδηγούσε πίσω στο χωριό. Θα τους έκανε να την πιστέψουν… με κάποιο τρόπο. Θα τους έβγαζε από εκεί, όλους ή κάποιους, ίσως και μόνον έναν από αυτούς. Έπρεπε να δοκιμάσει. Και δε μπορούσε να το πει στη μητέρα της, που σίγουρα θα προσπαθούσε να την σταματήσει. Αλλά η Κυβέλη θα συγχωρούσε την ανυπακοή της Χρυσάνθης… αν ζούσε.
Η Χρυσάνθη έτρεξε όσο μπορούσε. Σ�
�αμάτησε μόνο για λίγο, για να πιει από μια πηγή που συνάντησε και συνέχισε, αναγκάζοντας τα τρεμάμενα πόδια της να συνεχίσουν να τρέχουν. Έπρεπε να φτάσει στην Καστανιά πριν από τους Γερμανούς.
Όμως, τα ουρλιαχτά άρχισαν μόλις η Χρυσάνθη κατρακύλησε στο τελευταίο κομμάτι, που ήταν γεμάτο με χαλίκια κι αγκάθια. Μόλις έφτασε κάτω, σηκώθηκε και όρμησε μέσα στον καταιγισμό από σφαίρες και το αιματοκύλισμα που μαινόταν στον δρόμο. Πάνω της, ο ουρανός σκοτείνιασε.
Καθώς έτρεχε μέσα από το χωριό, προσπάθησε να μην δει το μωρό που άρπαξαν από την αγκαλιά της μάνας του και το ξεκοίλιασαν μπροστά στα μάτια της, αλλά έγινε μπροστά της και ο νεαρός Γερμανός γελούσε χώνοντας τα σπλάχνα του στο πρόσωπο της μητέρας του. Στ’ αριστερά της, δυο Γερμανοί ξεγύμνωναν την Αναστασία Παπαϊωάννου σκίζοντας της τα ρούχα, ενώ ένας τρίτος έβαζε φωτιά στα μαλλιά της. Στα δεξιά της, ένας άλλος στρατιώτης έχωνε μια ξιφολόγχη στην φουσκωμένη κοιλιά της Ελπίδας Ακριβοπούλου, που περίμενε να γεννήσει σε μερικές μέρες. Πίσω της κείτονταν κάτω από μια πόρτα η Σούλα Πατουλίδου, πνιγμένη με τα ίδια της τα έντερα.
Η Χρυσάνθη έκλεισε τ’ αυτιά της με τα χέρια της, αλλά δεν μπορούσε να ξεφύγει από τον ήχο της ζωής του χωριού που χυνόταν στα πλακόστρωτα ή από τη μυρωδιά του αίματος και των περιττωμάτων, τόσο βαριά που ένιωθε ότι κάλυπτε τα πνευμόνια της, την γλώσσα της, ακόμη και τα δόντια της. Η μπόχα ξεχείλιζε και ανάβλυζε, θερμή, παχύρρευστη, σε λίγο θα την σκότωνε, δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει, αλλά έφτασε στην πόρτα της Αλεξάνδρας, έτρεμε και έκλαιγε με αναφιλητά, αλλά ήταν ζωντανή.
Η Χρυσάνθη κοίταξε το πόμολο, παραήταν σαστισμένη για να σκεφτεί ότι είχε γλυτώσει και δεν είχε τραυματιστεί. Αλλά ένα νέο κύμα κραυγές και βογκητά την επανάφεραν στον σκοπό της και ορμώντας μέσα από την πόρτα βρήκε την Αλεξάνδρα και τη Μαρία, τη μητέρα της, σφιχταγκαλιασμένες σε μια γωνιά. Την κοίταξαν με ανοικτό το στόμα, τα μάτια τους σκοτεινά και αγριεμένα, όπως κοιτά ο λαγός μέσα από το στόμα του λύκου.
«Ελάτε», είπε λαχανιάζοντας η Χρυσάνθη. «Πρέπει να έλθετε μαζί μου».
«Αλλά τι…», η Αλεξάνδρα έγλυψε τα στεγνά χείλη της. «Τι συμβαίνει, Χρύσα;»
«Οι Γερμανοί τους σκοτώνουν όλους», απάντησε η Χρυσάνθη, ζαλισμένη ακόμη από τα όσα είδε με τα μάτια της. «Όλους».
«Βλακείες», έκραξε η Μαρία. «Τιμωρούν τα ταραχοποιά στοιχεία… αλλά δεν έχουμε κάνει τίποτε. Είμαστε ασφαλείς εδώ. Απόλυτα ασφαλείς».
«Δεν είστε», φώναξε η Χρυσάνθη. «Αλέκα, σε παρακαλώ…»
«Μητέρα», η Αλεξάνδρα σήκωσε το τρεμάμενο χέρι της για να πιάσει τα δάχτυλα της μητέρας της. «Θα πάω. Θα έλθεις μαζί μας;»
Η Χρυσάνθη τύλιξε τα δάχτυλά της στην κεντημένη ποδιά της Αλεξάνδρας, ανάπνεε κοφτά και νευρικά, νιώθοντας μια σκιά κινδύνου να την πιέζει με το βρώμικο δάχτυλό της ανάμεσα στους ώμους.
«Πάμε να φύγουμε», ψιθύρισε. «Πάμε να φύγουμε».
Μουρμουρίζοντας οργισμένα στη μητέρα της, η Αλεξάνδρα άνοιξε τα δάχτυλα της Χρυσάνθης που είχαν αγκιστρωθεί στην ποδιά της και τα πίεσε με ένα σφιγμένο χαμόγελο. Η Χρυσάνθη άφησε έναν λυγμό. Η σκιά στην πλάτη της κινήθηκε και έγινε πιο παχιά, ώσπου μπορούσε να την δει καθαρά στο κατώφλι.
Ένας Γερμανός στρατιώτης, αυτός ο Γερμανός στρατιώτης που είχε σκοτώσει τον Νικόλα, μπήκε στο δωμάτιο, το πρόσωπό του κατακόκκινο από μια αλλόκοτη, τρομακτική διέγερση που δεν είχε ποτέ πριν δει ή φανταστεί η Χρυσάνθη. Δεν ήξερε τι να κάνει… όμως η Αλεξάνδρα κατάλαβε. Το πρόσωπο της πήρε μια νεκρική χλωμάδα και δοκίμασε να βαδίσει προς τα πίσω, μέχρι που σταμάτησε στον τοίχο.
«Τρέξε, Αλέκα», διέταξε η Χρυσάνθη, και η φωνή της ακούστηκε υπερβολικά δυνατή για το αδύναμο κορμί της.
Έκανε δυο βήματα και στήθηκε σταθερά μπροστά από την φίλη της. Η μητέρα της μπορούσε να εκτρέψει κάποιον από τον σκοπό του με μια λέξη, μια κίνηση, ακόμη και με ένα πετάρισμα των βλεφάρων, αφήνοντας τον να ξύνει απορημένα το κεφάλι του. Η Χρυσάνθη την είχε δει να το κάνει. Αλλά δεν ήταν η μητέρα της, δεν ήταν καν μάγισσα. Ήταν μόνο ένα κοριτσάκι. Ο στρατιώτης την έσπρωξε, σαν να ξερίζωνε ένα αγριόχορτο, και την πέταξε με δύναμη στον τοίχο. Το κεφάλι της ράγισε πάνω στις πέτρες και άφησε έναν σκούρο λεκέ από αίμα.
«Χρύσα!»
Η Χρυσάνθη δεν μπορούσε να απαντήσει. Κείτονταν ακίνητη, το κεφάλι της γύριζε και αντιλαμβανόταν αμυδρά τις οργισμένες φωνές της Μαρίας και τις βρισιές του στρατιώτη. Δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της και κύλησαν στο πάτωμα, καθώς η Αλεξάνδρα έβγαλε έναν ήχο ανάμεσα σε μουγκρητό και στριγκλιά. Και ο στρατιώτης φώναζε όμως. Η Χρυσάνθη ανασάλεψε. Υπήρχε οργή, μεγάλη οργή, στα γρυλίσματα του στρατιώτη, αλλά και έκπληξη.
Μισοκλείνοντας τα μάτια, η Χρυσάνθη σήκωσε το κεφάλι της και εστίασε στην θολή μορφή της Αλεξάνδρας. Ήταν καλυμμένη με αίμα… τόσο αίμα. Ο Γερμανός στρατιώτης την είχε πιάσει από τον λαιμό και την είχε στριμώξει στον απέναντι τοίχο, ενώ αποσπούσε ένα ματωμένο κο�
�ζινομάχαιρο από τα χέρια της. Η Χρυσάνθη προσπάθησε να σηκωθεί, παραπαίοντας γονατιστή. Έπρεπε να κινηθεί, έπρεπε να βοηθήσει… αλλά τα χέρια και τα πόδια της αρνήθηκαν να την υπακούσουν. Είχε αποτύχει, και τώρα αυτή και η Αλεξάνδρα θα πέθαιναν.
Αλλά δεν την βρήκε ο θάνατος, ούτε ο στρατιώτης. Ακούστηκε μια άλλη κραυγή, αντρική φωνή αλλά όχι γερμανική, ένας εκκωφαντικός πυροβολισμός και η έντονη αψάδα του αίματος… κι έπειτα χέρια την έπιασαν και την σήκωσαν όρθια. Ακούστηκε ένα πλαφ και ένιωσε το μάγουλό της να τσούζει.
«Χρύσα!» ακούστηκε μια φωνή. «Χρυσάνθη!»
«Μπαμπά;» μουρμούρισε, και το μυαλό της καθάρισε απότομα. «Μπαμπά!»
«Τι σκέφτηκες;», φώναξε αγριεμένα ο πατέρας της, κουνώντας την μέχρι που ακούστηκαν τα δόντια της να κροταλίζουν. «Χαζό παιδί».
Αλλά την έλιωσε στην αγκαλιά του και η Χρυσάνθη μπορούσε ν’ ακούσει την καρδιά του να σφυροκοπάει, δίπλα στο μάγουλό της. Μάλλον την ακολουθούσε από κοντά όταν κατέβαινε το βουνό. Η Κυβέλη θα πρέπει να ήξερε τι σχεδίαζε η Χρυσάνθη μόλις ξεκίνησε την πορεία της και πρέπει να έστειλε τον Θανάση να φέρει πίσω την κόρη τους. Αν ήταν λίγο πιο γρήγορος, σκέφτηκε η Χρυσάνθη, θα μπορούσε να την είχε σύρει πίσω στην σπηλιά και να της δώσει το ξύλο που της άξιζε, γλυτώνοντάς την από αυτόν τον εφιάλτη.
The Roots Of Our Magic Page 8