Book Read Free

The Roots Of Our Magic

Page 17

by Kassandra Flamouri


  «Και το άλλο;»

  Ο Ευτύχιος δίστασε, πριν σηκώσει το βλέμμα για να κοιτάξει τον Δάρωνα. «Χρειάζομαι μια σύζυγο. Έτσι μου είπαν τουλάχιστον».

  «Μια σύζυγο», επανέλαβε αμήχανα ο Δάρων, Συνήλθε γρήγορα. «Ναι, μάλλον την χρειάζεσαι».

  Ο Ευτύχιος έμεινε σιωπηλός, παρατηρώντας προσεκτικά τον φίλο του. Προσβλήθηκε ο Δάρων; Η μητέρα του Ευτύχιου καταγόταν από μια χώρα όπου κυβερνούσαν οι γυναίκες, και η Βασίλισσα της Αυγής τον είχε αναθρέψει με τις απόψεις της και τις αξίες της. Η σκέψη ότι μπορεί να εμπορευτεί κάποιος τις γυναίκες σαν σακιά κριθάρι τον έκανε ν’ ανατριχιάσει. Όμως, ο Δάρων ήταν από την Αλσαία, άρα – όπως θα συμφωνούσε όποιος δεν ζούσε στην ερημιά της Κορφείας – κοσμογυρισμένος και πολιτισμένος. Δεν φάνηκε να ταράζεται καθόλου από την σκέψη ότι θα μπορούσε να δώσει την κόρη του για να διαγράψει ένα χρέος.

  «Πρέπει να το σκεφτώ σοβαρά», είπε τελικά ο Δάρων.

  «Δάρων…»

  «Δε νομίζω ότι πρόκειται για ανάρμοστο ταίριασμα, φίλε», τον διαβεβαίωσε ο Δάρων. «Ο Βασιλιάς της Κορφείας – ένας άντρας που έχω στην καρδιά μου σαν δικό μου γιο – σίγουρα αξίζει το χέρι της κόρης μου. Μόνο που… φοβάμαι για την κόρη μου, Ευτύχιε. Η Κορφεία είναι τόσο μακριά».

  Ο Ευτύχιος συνοφρυώθηκε, μπερδεμένος κι αγανακτισμένος. «Νομίζεις ότι δε μπορώ να την φροντίσω;»

  «Όχι βέβαια». Ο Δάρων ξερόβηξε. «Αλλά η κόρη μου είναι… διαφορετική».

  «Είναι άμυαλη;» ρώτησε απότομα ο Ευτύχιος, και το στομάχι του σφίχτηκε.

  Δεν ήταν ότι καλύτερο να πρέπει να παντρευτεί μια άγνωστη, πιθανότατα ενάντια στην θέλησή της. Αλλά αν του παρέδιναν μια άβουλη κυρία που δεν θα ένιωθε τη μοίρα της; Δεν θα μπορούσε να το αντέξει.

  «Όχι». Ο Δάρων σφίχτηκε αρχικά, μετά χαλάρωσε. «Όχι. Η Κέλια είναι απλά…»

  «Τι;»

  «Λοιπόν. Σύντομα θα καταλάβεις, υποθέτω», είπε ο Δάρων. «Ας μιλήσουμε γι’ αυτό ξανά όταν την γνωρίσεις».

  «Φυσικά». Ο Ευτύχιος πήρε μια αναζωογονητική ανάσα προσπαθώντας να πνίξει ένα κύμα ανυπομονησίας. «Πότε θα κάνω την γνωριμία της κόρης σου;»

  «Μακάρι να μπορούσα να σου πω», αναστέναξε ο Δάρων. «Αλλά, δυστυχώς, δεν έχω την παραμικρή ιδέα».

  Ο Ευτύχιος πέρασε το υπόλοιπο πρωινό τριγυρίζοντας στο παλάτι της Αλσαίας – για να εκτιμήσει και να εξοικειωθεί με το περιβάλλον, βέβαια. Και αν κατά τύχη έπεφτε πάνω στην μυστηριώδη κόρη του φίλου του, τόσο το καλύτερο. Μετά από λίγο, όμως, άφησε κατά μέρος αυτό το αδύναμο πρόσχημα και ρώτησε μια περαστική υπηρέτρια που θα έβρισκε την πριγκίπισσα. Η υπηρέτρια απλά χαμογέλασε και σήκωσε τους ώμους. Ρώτησε αρκετούς στρατιώτες, έναν σταβλίτη και τελικά έναν από τους γιους του Δάρωνα, αλλά κανείς δεν τον βοήθησε περισσότερο.

  «Θα εμφανιστεί όταν θέλει αυτή και ούτε στιγμή νωρίτερα», ξεφύσησε ο Ριταίος πριν συμπληρώσει: «Όχι, δεν είναι δίκαιο. Αν την χρειαζόταν πραγματικά κάποιος, θα ερχόταν τρέχοντας. Πάντα έτσι κάνει».

  «Πως;» ο Ευτύχιος προβληματίστηκε. Έτσι φέρονταν οι γαλαζοαίματοι – ή τουλάχιστον οι γαλαζοαίματες – στην Αλσαία; «Κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει που βρίσκεται».

  Ο Ριταίος χαμογέλασε και σήκωσε τους ώμους.

  Ο Ευτύχιος παραδέχτηκε την ήττα του και δέχτηκε μια πρόσκληση για ιππασία στο ύπαιθρο με τον Ριταίο και τον μεγαλύτερο γιο του Δάρωνα, τον Γόρτιο. Χάρηκε για αυτή την αλλαγή. Οι νέοι γύρισαν ευδιάθετοι αργά το απόγευμα στο κάστρο, έχοντας περάσει πολλές ώρες τρέχοντας με τα άλογά τους εκεί που σκάει το κύμα και τσαλαβουτώντας στα ρηχά. Καθώς περνούσαν καβάλα μέσα από τις πύλες, όμως, ο Ευτύχιος πρόσεξε ότι και οι δύο σύντροφοί του κοιτούσαν ολόγυρα στην αυλή με φοβισμένα μάτια. Ήταν κάτι το αδιόρατο, αλλά ο Ευτύχιος τους γνώριζε αρκετά καλά. Σάρωσε και αυτός με το βλέμμα του τη αυλή, ψάχνοντας για σημάδια κινδύνου, αλλά δεν είδε κανένα.

  «Μούρταχ…;» ο Γόρτιος φώναξε στον αρχισταβλίτη, με ένα ερωτηματικό στην φωνή του.

  «Όχι, Κύριε» απάντησε εκείνος, αν και δεν είχε γίνει καμιά ερώτηση… μεγαλόφωνα.

  «Γόρτιε…» άρχισε ο Ευτύχιος.

  «Λοιπόν, πάω για μπάνιο», ανακοίνωσε ο Ριταίος. «Πρέπει να φτιαχτώ για την γιορτή. Άκουσα ότι θα είναι και η Λαίδη Άλια».

  «Αυτό σημαίνει ότι θα είναι και η Μούριν, η θεία της Λαίδης Άλιας», είπε ο Γόρτιος χτυπώντας ελαφρά τον Ριταίο στον ώμο, αγνοώντας επιδεικτικά τις προσπάθειες του Ευτύχιου να τον ρωτήσει.

  «Τότε θα πρέπει να την αποσπάσεις με τις ιστορίες τόλμης και γενναιότητας που λες», απάντησε κεφάτα ο Ριταίος.

  «Θέλεις να χορεύω μ’ αυτό το τέρας ενώ εσύ θα κλέβεις φιλάκια από το πιο όμορφο κορίτσι της Αλσαίας;» ξεφύσησε ο Γόρτιος. «Ξέχασε το, αδελφέ».

  Ο Ευτύχιος αναστέναξε και κατέπνιξε ξανά την περιέργειά του. Αρνήθηκε την βοήθεια ενός σταβλίτη και φρόντισε μόνος το άλογό του. Χτένισε και τάισε αργά το ζώο, βρίσκοντας παρηγοριά στην γνώριμη διαδικασία. Και έτσι, λίγη ώρα αργότερα, έγινε μάρτυρας μιας πολύ παράξενης σκηνής, που έλαβε χώρα στην αυλή.


  Ένα μελαχρινό κοκκαλιάρικο κορίτσι, που φορούσε μια κουρελιασμένη, ξεβαμμένη φούστα και ένα φαρδύ πουκάμισο μπήκε από την πύλη, μαζί με ένα τεράστιο σκυλί, πιο αναμαλλιασμένο από την κυρά του. Ίππευε χωρίς σέλα – και ξυπόλυτη – μια πανέμορφη γκρίζα φοραδίτσα. Την δική του φοράδα, εδώ που τα λέμε. Δηλαδή, ήταν η γκρίζα φοράδα που είχε κάνει δώρο ο Ευτύχιος στον Δάρωνα πριν ένα χρόνο και παραπάνω.

  Κατέπνιξε ένα κύμα ενόχλησης… τόσο εκτίμησε ο Δάρων το δώρο του; Αλλά το δώρο είναι δώρο και δεν το παίρνει κανείς πίσω. Το άλογο ήταν του Δάρωνα και μπορούσε να το κάνει ότι θέλει. Ο Ευτύχιος άρχισε να γυρνά την πλάτη του στο ενοχλητικό θέαμα, αλλά σταμάτησε για να θαυμάσει την στάση του κοριτσιού. Αν και ήταν ένα χαμίνι του δρόμου, ίππευε καλύτερα από πολλούς στρατιώτες του.

  Ο Ευτύχιος παρακολουθούσε γοητευμένος, καθώς το κορίτσι ξεπέζεψε τόσο ελαφριά που φάνηκε να αιωρείται μέχρι το έδαφος. Γελώντας, άφησε το κυνηγόσκυλο να βάλει τις πατούσες του στους ώμους της και να την γλύψει στο πρόσωπο, από το σαγόνι ως το μέτωπο, πριν να φύγει χοροπηδώντας. Το κορίτσι απλά σκούπισε με το μανίκι το πρόσωπό του και οδήγησε την φοράδα στον στάβλο, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι στα πολλά χέρια που απλώθηκαν για να πάρουν τα γκέμια από τα χέρια της.

  Όταν το κορίτσι γύρισε, είδε τα μάτια της… μεγάλα, φωτεινά γκρίζα μάτια που φαινόταν να λάμπουν αλλόκοτα στο φως που έφευγε. Το χαμόγελό της ξεθώριασε όταν τα μάτια τους συναντήθηκαν και μια παράξενα γνώριμη αυστηρότητα κάλυψε τα χαρακτηριστικά της. Συνοφρυώθηκε για μια στιγμή, και έπειτα συνειδητοποίησε ξαφνιασμένος ότι επιτέλους θα γνώριζε την Πριγκίπισσα της Αλσαίας.

  «Κύριε», είπε απαλά η Κέλια ενώ τον πλησίαζε, οι τρόποι της εντελώς αταίριαστοι με τα βρώμικα πόδια της και τα μπλεγμένα μαλλιά της. «Ζητώ συγγνώμη για την απουσία μου… Ήθελα να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου πριν να σας μιλήσω. Θέλετε να περπατήσουμε μαζί;»

  Ο Ευτύχιος κατάφερε μετά βίας να μην τραυλίσει. «Φυσικά, κυρία μου. Θέλετε να σας περιμένω στον κήπο;»

  «Να περιμένετε;» Η Κέλια έριξε απορημένα το κεφάλι της στο πλάι. «Πρέπει απλά να τακτοποιήσω την Λιαντάν για τη νύχτα. Δεν θα πάρει πολύ χρόνο, αν είμαστε δύο».

  «Σωστά, κυρία μου». Ο Ευτύχιος συμφώνησε, σαστισμένος. Αναρωτήθηκε τι θα σκέφτονταν οι σύμβουλοί του για την σύζυγο που του είχαν διαλέξει.

  Ο Ευτύχιος χαμογελούσε με αυτή την σκέψη, καθώς βοηθούσε υπάκουα την πριγκίπισσα να βουρτσίσει και να σκεπάσει το άλογό της, και μετά να απλώσει φρέσκα άχυρα στο παχνί του. Δούλευαν σιωπηλά, αν και ο Ευτύχιος παραλίγο να σπάσει την σιωπή του αρκετές φορές, όταν φάνηκε ότι η Κέλια θα έχωνε το βασιλικό της πόδι σε ένα σωρό κοπριά. Αλλά την απέφευγε εύκολα, καθώς πηγαινοερχόταν αθόρυβα με φυσική χάρη στον στάβλο.

  «Και τώρα, αφέντη βασιλιά μου, ας μιλήσουμε», είπε τελικά, βουρτσίζοντας άχυρα από την φούστα της.

  Η Κέλια γύρισε και περπάτησε αέρινα στον διάδρομο του στάβλου, ενώ ο Ευτύχιος αγωνιζόταν να την προλάβει. Ενοχλημένος, την έφτασε γρήγορα και ταίριαξε το βήμα του με το δικό της. Μετά από μια φορτισμένη σιωπή που φάνηκε ατελείωτη, πέταξε το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό του.

  «Τι είναι αυτό στα μαλλιά σου;»

  Έδειξε το μπερδεμένο στεφάνι από φύκια που ήταν μπλεγμένο στα μαλλιά της. Εξετάζοντάς το καλύτερα, είδε ότι είχε ενσωματωμένα κοχύλια.

  «Είναι το διάδημά μου», απάντησε με ένα ονειροπόλο χαμόγελο. «Το κατάλληλο στέμμα για την Γοργόνα Βασίλισσα, έτσι; Ένας φίλος ψαράς μου το έφτιαξε, ο Άλαν. Είναι πολύ ευγενικός».

  O Ευτύχιος προσπάθησε κάτι να πει. «Γοργόνα Βασίλισσα».

  «Οι γοργόνες είναι πλάσματα της θάλασσας», τον πληροφόρησε η πριγκίπισσα. «Πανέμορφες γυναίκες από τη μέση και πάνω, αλλά με λέπια και ουρά ψαριού από τη μέση και κάτω. Παρασύρουν τους ναυτικούς έξω από τα πλοία τους με γλυκά τραγούδια και όρκους αγάπης».

  «Και όταν γραπώσουν αυτούς τους δόλιους ναυτικούς;»

  «Κάποιοι λεν ότι τους παίρνουν για συζύγους», η Κέλια τον κοίταξε με ανοικτά, άδολα μάτια. «Άλλοι λεν ότι πνίγουν τα θύματά τους και τα τρώνε».

  «Α ναι», απάντησε αψήφιστα ο Ευτύχιος, προσπαθώντας να αποφασίσει αν του κέντριζε το ενδιαφέρον ή τον εκνεύριζε αυτό το… ιδιαίτερο δείγμα της βασιλικής οικογένειας της Αλσαίας. «Ένα τέτοιο πλάσμα κατοικεί στις λίμνες και τα ποτάμια της Κορφείας. Όμως, κυνηγά παιδιά… και όμορφες κοπέλες που περιπλανιούνται μόνες του».

  «Ευτυχώς τότε που έχω τον Αρκούδο να με φυλάει», αντιγύρισε η Κέλια, χαμογελώντας με το ευγενικό πείραγμά του.

  «Ο Αρκούδος είναι ο σκύλος σου;»

  «Ο προστάτης και καλύτερος φίλος μου», κατένευσε η Κέλια. «Δεν θα άφηνε τίποτε να με πειράξει. Τον εκπαίδευσε ο ίδιος ο πατέρας μου».

  «Του πάει τ’ όνομα», σχολίασε ο Ευτύχιος, καθώς θυμήθηκε πόσο τεράστιος ήταν ο σκύλος.

  «Ναι», είπε απλά και έμεινε ξανά σιωπηλή.

  «Κυρία μου», άρχισε όταν η σιωπή έγινε αφ
όρητη.

  «Ξέρω γιατί ήλθες», τον διέκοψε. Σταμάτησε και περιεργάστηκε τον Ευτύχιο από κοντά. Προσπάθησε να μην εκνευριστεί από αυτό το αφόρητα άμεσο βλέμμα. «Βλέπω και μόνη μου ότι είσαι δυνατός και υγιής… και όμορφος ακόμη. Ο πατέρας μου και τ’ αδέλφια μου σε εκτιμούν βαθιά, έτσι ξέρω ότι είσαι καλός άνθρωπος. Είσαι ότι ακριβώς θα επιθυμούσε ένα κορίτσι».

  Κατά κάποιο τρόπο τα λόγια της δεν ακούστηκαν εντελώς σαν έπαινος. Η Κέλια σταμάτησε και μελέτησε το πρόσωπο του Ευτύχιου, η δική της έκφραση παρέμεινε ήρεμη και ακαθόριστη. Ο Ευτύχιος της επέστρεψε το βλέμμα, κι αναρωτήθηκε γιατί ένιωθε σαν να τον περνούσε από δοκιμασία. Τελικά, η Κέλια σούφρωσε τα χείλη της και έκανε ένα βήμα πίσω.

  «Θα φύγω τώρα», είπε η Κέλια. «Ο πατέρας μου θα στείλει να σε καλέσουν όταν μιλήσω μαζί του».

 

‹ Prev