The Roots Of Our Magic

Home > Other > The Roots Of Our Magic > Page 19
The Roots Of Our Magic Page 19

by Kassandra Flamouri


  Ο Ευτύχιος σήκωσε το δικό του ποτήρι πιο προσεκτικά. «Υπερβολικά καλό».

  «Α», είπε ο Ριταίος, με μάτια που έλαμπαν από ευτυχία – και από το κρασί, όπως υποπτεύθηκε ο Ευτύχιος. «Επιτέλους ήλθε η αρραβωνιαστικιά σου, αφέντη βασιλιά».

  Νοιώθοντας ένα δυσοίωνο τσίμπημα στον σβέρκο του, ο Ευτύχιος γύρισε και είδε ξανά την πριγκίπισσα να τον καρφώνει με τα μάτια. Ένιωσε σαν ψάρι πιασμένο στο αγκίστρι.

  «Ζητώ ξανά συγγνώμη για την αργοπορία μου, Κύριε». Η Κέλια κάθισε με χάρη στο άδειο κάθισμα δίπλα του και ίσιωσε την βελούδινη φούστα της. «Εύχομαι να περνάτε μια ευχάριστη βραδιά μέχρι τώρα».

  «Ναι, ευχάριστη», απάντησε ο Ευτύχιος, αφήνοντας το βλέμμα του να πλανηθεί στα πλοκάμια του μυστηριώδους εντόμου που είχαν μείνει στο πιάτο του. «Ήταν… αποκαλυπτική».

  Η Κέλια γέλασε χαρούμενα. «Πραγματικά, Κύριε. Ελπίζω να μην έχει άλλη γνώμη το φαγητό. Καμιά φορά τα δώρα της θάλασσας δεν τα πάνε καλά με όσους δεν τα έχουν συνηθίσει».

  «Κάθε άλλο». Την κοίταξε με έκπληξη ενώ ξεκοκκάλιζε ένα έντομο του ωκεανού στον μισό χρόνο απ’ όσον χρειάστηκε εκείνος για να το κόψει σε κομμάτια.

  «Χαίρομαι», είπε ευγενικά και χαμογέλασε.

  Προς μεγάλη του ανακούφιση, συνέχισε να κουβεντιάζει με ευγένεια και ευστροφία για διάφορα θέματα και έδειξε ένα πολύ ευχάριστο ενδιαφέρον για τα έθιμα και τις παραδόσεις του λαού του. Σιγά – σιγά ο Ευτύχιος χαλάρωσε. Φορώντας ένα κανονικό φόρεμα και συνομιλώντας για ελαφρά θέματα η Κέλια ανταποκρινόταν ακριβώς στην εικόνα μιας καλοαναθρεμμένης κοπέλας από την Αλσαία. Και εκείνος αισθανόταν ότι είχε τα εφόδια για να χειριστεί κάτι τέτοιο.

  Για πρώτη φορά, αισθάνθηκε ευγνώμων για την διαολεμένα περιοριστική άποψη περί ευπρέπειας των κατοίκων της Αλσαίας. Σκέφτηκε ότι ίσως ο σκοπός αυτής της άκαμπτης κοινωνικής δομής ήταν να προσφέρει ένα αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο πράξεων και αντιδράσεων, βοηθώντας κάποιους δύσμοιρους σαν κι αυτόν να μην πεθάνουν από άγχος σε περιπτώσεις σαν κι αυτή. Αν έτσι ήταν, αισθάνθηκε ευγνώμων προς όποιον ή όποια επινόησε μια τέτοια δομή.

  Αυτές οι σκέψεις του έδωσαν δύναμη, και ζήτησε από την αρραβωνιαστικιά του να χορέψουν, παρά την νευρικότητά του. Οι χοροί της Αλσαίας ήταν, μέχρι πολύ πρόσφατα, μια σκονισμένη ανάμνηση της νιότης του. Ακόμη και τότε, τα μαθήματα χορού δεν ήταν παρά μια εκπαιδευτική άσκηση. Τα χοροπηδητά με την αδελφή του στην αίθουσα εορτών του πατέρα του δεν τον είχαν προετοιμάσει για πραγματικές καταστάσεις.

  Παρά ταύτα, της το ζήτησε, και η Κέλια δέχτηκε. Φυσικά, χόρευε ελαφριά και χαριτωμένα σαν πέταλο λουλουδιού στον άνεμο. To πλαίσιο, υπενθύμισε στον εαυτό του, καθώς τρίκλιζε ατσούμπαλα δίπλα της. Η εθιμοτυπία της Αλσαίας δεν θα επέτρεπε στην Κέλια να σχολιάσει ότι δίπλα της έμοιαζε με χοντροκομμένη αρκούδα ντυμένη με ανθρώπινα ρούχα.

  Όταν τέλειωσε ο χορός, η Κέλια τον ευχαρίστησε θερμά και υποκλίθηκε. Όταν έφτασε η στιγμή που ο Δάρων ανακοίνωσε τον αρραβώνα τους, ο Ευτύχιος είχε σχεδόν πειστεί ότι αυτός και η Κέλια είχαν απλά αρχίσει στραβά την σχέση τους. Και έτσι, όταν η Κέλια του ζήτησε να περπατήσει μαζί της στον κήπο, δεν του πέρασε κάτι άλλο από το μυαλό. Της πρόσφερε το μπράτσο του με μια υπόκλιση και το ακούμπησε με το χέρι της, τα δάχτυλά της ίσα – ίσα άγγιζαν το δέρμα του.

  Καθώς περπατούσαν στα μονοπάτια του κήπου, ο Ευτύχιος την περίμενε να αναφέρει το επόμενο σωστό και ενδιαφέρον θέμα συζήτησης, όπως έκανε με τόση επιτυχία όλο το απόγευμα. Αλλά η Κέλια περπατούσε ελαφριά δίπλα του σιωπηλή, κοιτώντας ψηλά, στ’ αστέρια, όπως υπέθεσε ο Ευτύχιος.

  Το μυαλό του στριφογύριζε, προσπαθούσε να σκεφτεί κάτι να πει. Αλλά η σιωπή είχε νικήσει τώρα και κάθε κουβέντα φαινόταν βιαστική και άσκοπη.

  Η πριγκίπισσα άφησε έναν μικρό αναστεναγμό και χαμήλωσε το κεφάλι της. Mήπως κάτι περίμενε από αυτόν; Μήπως έπρεπε να την φλερτάρει; Για τον απροκάλυπτα ορθολογικό τρόπο σκέψης του, το φλερτ φαινόταν περιττό. Είχαν ήδη αρραβωνιαστεί. Όμως, όπως του είπε με έμφαση μια νοερή φωνή που παραδόξως ακούστηκε σαν την φωνή της αδελφής του, μια μικρή προσπάθεια δεν θα πήγαινε χαμένη. Ο Ευτύχιος ξερόβηξε αμήχανα και πήρε μια βαθιά ανάσα για να μιλήσει, αλλά η Κέλια σταμάτησε απότομα και στράφηκε μακριά του πριν προλάβει ν’ αρχίσει.

  «Εδώ είμαστε», δήλωσε.

  Ο Ευτύχιος σήκωσε τα φρύδια. «Πάμε κάπου συγκεκριμένα;»

  «Ναι», είπε η Κέλια. «Ακολούθησέ με».

  Παρά την δυσαρέσκειά του, που αναγκάστηκε να την ακολουθεί υπάκουα για τρίτη ή τέταρτη φορά μέσα σε τρεις – τέσσερις ώρες, ο Ευτύχιος άφησε το καλοστρωμένο δρομάκι και άρχισε να βαδίζει σε ένα χορταριασμένο μονοπάτι. Η Κέλια τον οδήγησε σε ένα κατάφυτο τμήμα του τοίχου του κήπου, έβγαλε τις παντόφλες της και τις φύλαξε πάνω σε μια πέτρα.

  Αν και ήδη ένιωθε κάπως άβολα μ’ αυτή την εξέλιξη, ο Ευτύχιος θύμισε στον εαυτό του ότι γνώριζε ήδη την ιδιότροπη αποστροφή της για τα παπούτσι�
�. Τίποτε το ανησυχητικό λοιπόν. Όταν άρχισε να λύνει τα κορδόνια του φορέματός της, όμως, αναστατώθηκε στ΄ αλήθεια.

  «Τι κάνεις;» την ρώτησε με έναν πνιγμένο ψίθυρο.

  «Βγάζω το φόρεμά μου», είπε η Κέλια, κοιτάζοντάς τον έκπληκτη. «Δεν θέλω να το καταστρέψω. Η θεία μου η Ίνα έκανε τόσο κόπο να το κεντήσει».

  «Εγώ… τι;» ψέλλισε ο Ευτύχιος, υποχωρώντας σαν να είδε κάποιο επικίνδυνο ζώο. «Τι κάνεις…»

  «Στο τούνελ». Παραμέρισε έναν κισσό που κρεμόταν για να αποκαλύψει μια ρημαγμένη ξύλινη πόρτα στον τοίχο. Και πριν προλάβει να πει τίποτε, άφησε το φόρεμα να πέσει στα πόδια της και στάθηκε μπροστά του φορώντας μόνο ένα μακρύ βαμβακερό μεσοφόρι και μια στοχαστική έκφραση. «Ίσως θα πρέπει να εξετάσεις το ενδεχόμενο να βγάλεις τον χιτώνα σου… το βελούδο θα καταστραφεί εντελώς».

  «Μπα; Και τι ακριβώς υποτίθεται ότι κάνουμε, Κυρία μου;» ρώτησε ο Ευτύχιος, με όχι απόλυτα ευγενικό ύφος.

  Για πρώτη φορά η Κέλια φάνηκε κάπως αβέβαια. «Εγώ… ήθελα απλά να σου δείξω τους θαλασσόσκυλους, ίσως να περπατήσουμε στην παραλία. Σκέφτηκα ότι θα σου άρεσε, καθώς είναι η πρώτη φορά που θα πας στην θάλασσα».

  «Κυρία μου – Κέλια – δεν μπορώ να σ’ αφήσω να περάσεις από αυτή την τρύπα. Και να φοράς μόνο ένα μεσοφόρι. Ο πατέρας σου θα μου πάρει το κεφάλι».

  «Κατάλαβα». Το πρόσωπό της φωτίστηκε. «Έχεις απόλυτο δίκιο, δεν είναι καθόλου σωστό».

  Ο Ευτύχιος κούνησε το κεφάλι καταφατικά και άνοιξε το στόμα του για να της προτείνει να ξαναντυθεί.

  «Ας το πω λοιπόν αλλιώς για να σε ανακουφίσω», συνέχισε η Κέλια. Το στόμα του Ευτύχιου έκλεισε και ακούστηκε το κροτάλισμα των δοντιών του. «Εγώ θα πάω να δω τους θαλασσόσκυλους και ίσως να περπατήσω στην παραλία. Μπορείς να έλθεις, αν θέλεις».

  Χωρίς άλλη κουβέντα, εξαφανίστηκε μέσα από την πόρτα, αφήνοντας τον Ευτύχιο ακίνητο, να μην πιστεύει στα μάτια του. Για μια πολύ σύντομη στιγμή, σκέφτηκε να γυρίσει και να ενημερώσει τον βασιλιά της Αλσαίας ότι η κόρη του χάθηκε στο αδιαπέραστο σκοτάδι – μόνη και φορώντας μόνο ένα μεσοφόρι – κι έπειτα βόγκηξε και άνοιξε την πόρτα με μια κλωτσιά. Πέταξε τον χιτώνα από πάνω του (είχε δίκιο – δεν υπήρχε λόγος να καταστρέψει ένα καλό βελούδο) και όρμησε να κυνηγήσει την πριγκίπισσα, αποφασισμένος να την φέρει πίσω – ακόμη και κουβαλώντας την στον ώμο.

  «Πριγκίπισσα», φώναξε, προχωρώντας αργά κατά μήκος του υγρού τοίχου. «Μείνε εκεί που είσαι… έρχομαι».

  «Μην ανησυχείς», απάντησε. Του φάνηκε ότι διέκρινε ένα γέλιο στην φωνή της. Νόμισε ότι άκουσε ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο καθώς συνέχισε, «Ο δρόμος είναι ευθύς, στο μεγαλύτερο μέρος του. Δεν θα χαθείς… αλλά προσοχή στις αράχνες».

  Επιτάχυνε το βήμα του βλαστημώντας, ελπίζοντας να προσπεράσει την Κέλια και να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του να την απομακρύνει με το ζόρι από την σήραγγα. Για αρκετή ώρα παραπατούσε μέσα στα μαύρα σκοτάδια και μάζευε ιστούς αράχνης από το πρόσωπό του και η προοπτική να την πετάξει πάνω στον ώμο του – ή ίσως να την πιάσει από τα μαλλιά – άρχισε να γίνεται πιο ελκυστική.

  Όταν ο Ευτύχιος βγήκε στον καθαρό αέρα, βρέθηκε στο χείλος ενός σχεδόν κάθετου βαράθρου. Ακούγοντας την φωνή της πριγκίπισσας κοίταξε κάτω και είδε την Κέλια να κατεβαίνει σβέλτα την απόκρημνη πλαγιά, χρησιμοποιώντας τόσο φυσικά στηρίγματα όσο και μεταλλικά καρφιά μπηγμένα στον βράχο. Καθώς δεν είχε άλλη επιλογή (και σίγουρα το έψαξε πολύ διεξοδικά), ο Ευτύχιος πήρε μια βαθιά ανάσα, πέρασε το χείλος και άρχισε να κατεβαίνει.

  Όταν έφτασε κάτω, γύρισε και είδε την πριγκίπισσα να ανεβαίνει γοργά έναν σωρό από βράχια. Για άλλη μια φορά προσπάθησε να την φτάσει, περπατώντας πολύ πιο αδέξια από αυτήν στις γλιστερές, κοφτερές πέτρες. Λαχάνιαζε όταν τελικά έφτασε στην κορυφή, πιο πολύ από αγωνία παρά από εξάντληση. Η Κέλια δεν φαινόταν πουθενά.

  Θα με σκοτώσει ο Δάρων, σκέφτηκε ο Ευτύχιος, με θλίψη αλλά και μια αίσθηση δικαίωσης γιατί αντιστάθηκε με νύχια και με δόντια για έναν χρόνο στην επιμονή του συμβούλου του να παντρευτεί.

  Κοίταξε γύρω του φρενιασμένα, προσπαθώντας να βρει την πριγκίπισσα σ’ αυτόν τον λαβύρινθο από βράχια και σκιές. Αναρωτήθηκε αν μπορεί ν’ ασπρίσουν ξαφνικά τα μαλλιά του.

  «Ευτύχιε», φώναξε απαλά η Κέλια, και την εντόπισε ξαπλωμένη μπρούμυτα στην κορυφή ενός μεγάλου βράχου. «Έλα να δεις».

  Σκαρφάλωσε δίπλα της και ετοιμάστηκε να της κάνει μια μνημειώδη κατσάδα, αλλά οι λέξεις δεν βγήκαν ποτέ από το στόμα του, καθώς η Κέλια τον τράβηξε και κάτι του έδειξε. Από κάτω τους αναπαύονταν πάνω από μια ντουζίνα από τα πιο παράξενα πλάσματα που είχε δει ποτέ του – ακόμη και από τα τερατώδη έντομα που είχε φάει για δείπνο.

  Τα αλλόκοτα ζώα έτρεχαν αδέξια ολόγυρα με τα τριχωτά πτερύγιά τους, και γαύγιζαν το ένα στο άλλο με τις σκυλίσιες μουσούδες τους. Τα κεφάλια τους ήταν λεία και στρογγυλά, με μικρά αυτιά σαν μπουμπούκια. Είδε μια μητέρα να σπρώχνει με τη μουσούδα το μωρό της, τα
μάτια της φαίνονταν σκούρα και υγρά στο φεγγαρόφωτο.

  «Τι είναι αυτά;» ρώτησε, γεμάτος δέος.

  «Θαλασσόσκυλα», ψιθύρισε η Κέλια. «Δεν είναι υπέροχα;»

  «Κατά κάποιο τρόπο», συμφώνησε. «Φαίνονται πολύ άγαρμπα».

  «Μόνο στην ξηρά», είπε χαμογελώντας η Κέλια. «Στο νερό είναι πιο χαριτωμένα απ’ όσο φαντάζεσαι».

  «Όλα θηλυκά είναι;» ρώτησε ο Ευτύχιος. Σχεδόν κάθε πλάσμα είχε ένα μικρό που φώλιαζε δίπλα του.

  «Ναι», είπε η Κέλια. «Το αρσενικό φεύγει όταν έχει ζευγαρώσει με όλες τους. Δεν θα σε έφερνα εδώ αν ήταν κι αυτός. Τα αρσενικά υπερασπίζονται τον χώρο τους πολύ επιθετικά».

  Ο Ευτύχιος έσμιξε τα φρύδια. «Τις αφήνει έτσι χωρίς προστασία;»

  «Όλες οι μητέρες εξασφαλίζουν προστασία και τροφή για τα μωρά τους – και για αυτές τις ίδιες», απάντησε η Κέλια. «Είναι τόσο υπέροχο. Και προφανώς αποτελεσματικό, αλλιώς δεν θα ήταν ακόμη εδώ».

  «Μμμ», συμφώνησε αβέβαια ο Ευτύχιος και, εντυπωσιασμένος, συνέχισε να παρατηρεί ερευνητικά τα πλάσματα.

  «Θα μου λείψουν», αναστέναξε η Κέλια και ακούμπησε το σαγόνι στα χέρια της. «Και θα μου λείψει η θάλασσα».

  «Δεν ξέρω αν βοηθάει», είπε διστακτικά ο Ευτύχιος, «αλλά ο άνεμος στα χορτάρια κάνει έναν ήχο που μοιάζει πολύ με τα κύματα στην ακτή».

 

‹ Prev