Book Read Free

The Roots Of Our Magic

Page 13

by Kassandra Flamouri


  She hesitated, then hung her head. “Yes, Papa. I love him.”

  “Then why do you deny him?”

  “How can I accept him, when it means leaving you?” she asked, her eyes filling with tears. “You’ll be all alone.”

  “What silliness is this from my clever daughter?” I teased, though her words struck my heart like an arrow. “Your Papa is made of stronger stuff than you know, my girl. And how could I live with the knowledge of your unhappiness haunting me to the rest of my days?”

  “I was happy with you before,” she said. “I can be happy again.”

  “And when I’m gone?” I asked gently. “What then? It will be you who are alone. I tell you, I won’t have it. Marry him, child, with my blessing.”

  They were wed within the fortnight, though, as the king warned me, with conditions.

  “Your daughter is clever indeed,” he said. “And wiser even than my advisors. But she must promise never to interfere with my business. I will not have it said that the king is ruled by his queen. If she should break her promise, she must leave the palace immediately. She may take one thing away with her, whatever she treasures most.”

  Dawn readily agreed, as did I, though I had my doubts as to her ability to keep such terms. For some years, I thought my fears baseless. My farm prospered, as did the kingdom. I visited my daughter often and always left well assured of her happiness. All was well… until the day she arrived with a shrouded body in tow.

  I watched, dumbstruck, as she directed her men to carry the body into our cottage. They complied and then left without a word or a backward glance.

  “Dawn. What is this?”

  “My husband,” she said. “He’s sleeping.”

  “I see that,” I said, though in truth I had wondered if he was dead. “What is he doing here, and how comes he to sleep so deeply?”

  She smiled. “I drugged him.”

  I stared at her, appalled. “Why?”

  “To prove a point,” she said with a sniff. “He was being ridiculous.”

  I sighed. “I think you’d better tell me.”

  It was, as she had said, quite ridiculous. She had happened to witness a dispute—something involving a dead donkey, a saddle, and a thief—and had supported the wronged party. Though her judgment was reasonable and just, the king had become angry at what he, or more likely his counselors, saw as her interference. The king ordered Dawn to leave with one treasured possession, as agreed.

  At this, I sighed and bid her goodnight. I knew already how the story ended.

  The next morning, the king awoke in his pallet by the fire and looked around, bewildered. When he saw me, his eyes widened, first in surprise and then in anger.

  “Where am I?” he demanded.

  “My father’s house,” Dawn said, appearing in the doorway.

  “And who gave you permission to bring me here?” The king winced and clutched at his head. “What did you do? Bash my head in with one of your books?”

  “It doesn’t matter,” Dawn said blithely. “As for who gave me permission, you have only yourself to blame for that.”

  The king huffed. “Oh? When did I do that?”

  “When you insisted that I give you that silly promise,” she replied. “I never wanted your riches, and I never wanted to be queen. I only wanted you. That is why I married you and why I took you—my most precious treasure—here to my father’s house.”

  For a moment, I thought the king would explode in anger. He glared at her ferociously, his cheeks mottled red and purple, his jaw tight as a vice. But then he scrubbed a hand over his face and laughed, the tension flowing out of him like water.

  “Fine,” he said. “You’re right, it was silly. Damn the promise, and damn the counselors, too. You are my wife, and we will rule this land together.”

  “Exactly,” Dawn said, and kissed him.

  The king rubbed his eyes and looked at me. “You might have warned me.”

  “I might have,” I agreed. “But, then, no one asked me.”

  So it was that a poor farmer married a princess and raised a queen. With every sunrise, I remember the glow of morning light on my Summer’s face, and I feel her presence in the dawn’s first rays. I see her joy reflected in the glitter of sunlight on the river, the dappled gold of autumn leaves—at every turn, in every season, I see her. She is with me still. And I know that, however well she might have lived in the palace of her birth, we lived better.

  AUTHOR’S NOTE

  A Queen Crowned is set in the same world as A Queen Born, though in a different country. The story is based on the traditional story “What Is The Quickest Thing On Earth,” retold by Soula Mitakidou and Anthony L. Manna with Melpomeni Kanatsouli in their book Greek Folktales. According to Mitakidou et al., variants of this story can be found in many different cultures across the world. The Greek version, they say, can be traced back to the Hellenistic era.

  Η Στέψη μιας Βασίλισσας

  Κάποιο καιρό, κάποια εποχή, όλη η γη ήταν καλυμμένη με στάχτη. Ζούσαμε σαν ζώα, παλεύαμε και σκοτώναμε για κάτι φλούδες, που παλιότερα θεωρούσαμε τα χειρότερα σκουπίδια. Όχι, ήμασταν χειρότεροι από ζώα, γιατί εμείς και λέγαμε ψέματα και εξαπατούσαμε και κλέβαμε.

  Για πολλά χρόνια αγωνιζόμασταν, για πολλά χρόνια πεθαίναμε, κι εξαφανιζόμασταν από τη γη όπως το χιόνι τις τελευταίες μέρες της άνοιξης. Τα ζώα τα κατάφερναν πολύ καλύτερα από εμάς. Δεν είχαν ποτέ ξεχάσει πως να επιβιώνουν στην ύπαιθρο.

  Ήταν μια σκοτεινή, θλιβερή εποχή, αλλά και μια εποχή αναγέννησης. Για αιώνες ολόκληρους πληρώναμε το χρέος μας στην γη με αίμα, με πείνα, με αρρώστια. Αλλά αντέξαμε. Ήμασταν περιπλανώμενοι, έπειτα κυνηγοί. Όταν τα λουλούδια και το χορτάρι ξαναγύρισαν στη γη, ξαναγυρίσαμε κι εμείς. Ξαναγίναμε αγρότες. Χωριά ξεφύτρωσαν, έπειτα πόλεις, και μαζί τους γεννήθηκαν οικογένειες και φύλαρχοι και βασιλιάδες.

  Σ’ ένα τέτοιο βασίλειο γεννήθηκα, μεγάλωσα, έγινα σύζυγος, πατέρας και έπειτα χήρος. Την γυναίκα μου την έλεγαν Θερινή και ήλθε στη ζωή μου σαν πεφταστέρι. Θέλοντας να την κολακέψω την έλεγα πριγκίπισσα. Το χαμόγελό της δεν ήταν χαμόγελο ντροπαλού κοριτσιού, αλλά ένα μειδίαμα που φανέρωνε γνώση. Ανακάλυψα το μυστικό που κρυβόταν πίσω από αυτό το χαμόγελο το βράδυ του γάμου μας. Άφησε να πέσουν τα φαρδιά φορέματά της, αποκαλύπτοντας την πρησμένη κοιλιά της, και μου είπε για πρώτη φορά την ιστορία της.

  Ήταν αληθινή πριγκίπισσα, από μια χώρα όπου κυβερνούσαν πανέμορφες, γόνιμες βασίλισσες. Θα μπορούσε να είχε γίνει βασίλισσα και αυτή, αλλά οι Μοίρες αλλιώς αποφάσισαν… είχε μια αδελφή που κέρδισε το στέμμα, γιατί γεννήθηκε πρώτη και έκανε δικό της παιδί. Στην χώρα της, μόνο η βασίλισσα μπορούσε να μεγαλώσει το παιδί που έβγαινε από τα σπλάχνα της. Όταν η Θερινή συνέλαβε, προτίμησε να το σκάσει παρά να δώσει το παιδ�
� της στον Ναό για να το παραχωρήσει σε κάποια οικογένεια που το άξιζε, όπως επίτασσε ο νόμος της χώρας της.

  Το μωρό ήλθε με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, κι έτσι την ονομάσαμε Αυγή. Στην Θερινή άρεσε να λέει ότι η γέννηση της κόρης μας σήμαινε την αρχή μιας νέας μέρας, μιας νέας ζωής. Ήλθε σε μένα με τις τύψεις να την βαραίνουν και τα λάθη της νιότης της να την κυνηγούν. Ποτέ δεν μου είπε ποια ήταν αυτά τα λάθη και ποτέ δεν ρώτησα. Αλλά, όταν γεννήθηκε η Αυγή, μπορώ να ορκιστώ ότι είδα τα βάσανα να φεύγουν από τους ώμους της και να εξαφανίζονται στον ορίζοντα σαν σμήνος πουλιών.

  Στην αρχή φοβόμουν ότι μια πριγκίπισσα δεν θα μπορούσε να μείνει ικανοποιημένη από έναν ταπεινό αγρότη, αλλά έκανα λάθος, και χαιρόμουν γι’ αυτό. Όταν πέθανε, ήταν πολλές οι αναμνήσεις που με παρηγορούσαν: Η Θερινή να νανουρίζει τη νεογέννητη Αυγή στην αγκαλιά της, να την μαθαίνει να διαβάζει όταν μεγάλωσε λίγο, να γυρνάει σε μένα όταν περνούσα το κατώφλι της εξώπορτας με ένα χαμόγελο λαμπρό σαν τον ήλιο του καλοκαιριού.

  Όταν έφυγε, ανάθρεψα την Αυγή όσο καλύτερα μπορούσα. Οι αγρότες δεν εμπορεύονται χρυσό, ούτε ασήμι, όχι αγρότες σαν και μένα τουλάχιστον, αλλά τα λίγα που είχα τα ξόδεψα σε βιβλία και δασκάλους για να τραφεί το μυαλό της, όπως θα ήθελε η Θερινή. Ήταν έξυπνη, η Αυγή μας. Σίγουρα πιο έξυπνη από μένα. Δε μου άξιζε έπαινος για το γρήγορο μυαλό της ή για την ερευνητική περιέργειά της, αλλά της έδωσα ότι μπορούσα: καλοσύνη, γενναιοδωρία, τιμιότητα, όλα εκείνα που οι γονείς μου είχαν βάλει μέσα μου.

  Τα κατάφερα αρκετά καλά, αν και η Αυγή καμιά φορά αντιλαμβανόταν την «τιμιότητα» αρκετά δημιουργικά. Για την ακρίβεια, ποτέ δεν έλεγε ψέματα. Απλά είχε έναν παράξενο τρόπο να λυγίζει την αλήθεια, να την φτάνει στα όριά της. Ίσως να έπρεπε να είμαι αυστηρότερος απέναντί της, αλλά ο τρόπος που δούλευαν τα γρανάζια της λογικής και της κρίσης της με γοήτευε, και το γνώριζε.

  Χρόνο με τον χρόνο γινόταν όλο και πιο έξυπνη, όλο και πιο όμορφη, και προετοιμαζόμουν για τη μέρα που θα έβρισκε άντρα. Αλλά αυτή δεν έβρισκε. Οι νεαροί λιποθυμούσαν και βαριανάσαιναν στο πέρασμά της. Καλά παιδιά, όλοι τους, κάποιοι είχαν και δική τους γη ή είχαν σπείρει παιδιά στις γυναίκες του Ναού. Θα την είχα προτρέψει να διαλέξει έναν, αν νόμιζα ότι θα της έκανε καλό – και αν μπορούσα ν’ αντέξω την σκέψη ότι θα την έχανα.

  Όμως δεν ήθελε κανέναν και έτσι δεν άνοιγα κουβέντα. Ζούσαμε με ειρήνη και χαρά για πολλά χρόνια, μέχρι που πέθανε ο πατέρας μου. Η γη του συνόρευε με την δική μου, και είχαμε συμφωνήσει από παλιά ότι αυτή η γη θα μου ανήκε όταν πέθαινε. Τι να την έκανε ο αδελφός μου, στο κάτω κάτω; Ζούσε στην πόλη του Βασιλιά, πουλούσε κι αγόραζε για να ξαναπουλήσει.

  Και όμως, εμφανίστηκε, οι στάχτες του πατέρα μας ακόμη ζεστές στην πυρά, και ισχυρίστηκε ότι η γη ήταν δική του και θα την έκανε ότι ήθελε. Τον αντιμετώπισα όσο μπορούσα, αλλά με μπέρδεψε με τις λέξεις του μέχρι που δεν ήξερα που βρισκόμουν και από που να φύγω. Τελικά, όπως με συμβούλεψε η Αυγή, επέμεινα να ζητήσουμε από τον Βασιλιά να μας λύσει το θέμα.

  «Αν και δεν ξέρω πως αυτό θα μας ωφελήσει», είπα σκυθρωπά στην κόρη μου. «Ο αδελφός μου ξέρει πως να πάρει τον βασιλιά με το μέρος του. Εγώ είμαι ένας απλός αγρότης».

  «Και ποιος θα φροντίσει καλύτερα ένα κτήμα από έναν αγρότη;» επισήμανε η Αυγή. «Κουράγιο, Πατέρα. Σου έχω εμπιστοσύνη».

  Και έτσι παρουσιαστήκαμε στον βασιλιά, και φυσικά ο αδελφός μου υποστήριξε την θέση του ωραία όπως και την πρώτη φορά, ενώ εγώ τραύλιζα και έτρεμα και τσαλάκωνα το κασκέτο μου στα χέρια μου, τέτοιος βλάχος που είμαι. Ο βασιλιάς μας άκουσε και τους δυο με προσοχή, με το κεφάλι του σκυμμένο πάνω από τα ενωμένα δάχτυλά του. Όταν τελείωσα, μας εξέτασε προσεκτικά και τους δύο για αρκετή ώρα πριν μιλήσει.

  Είπε στον αδελφό μου: «Διεκδικείς την γη γιατί έχεις ανεπτυγμένο επιχειρηματικό δαιμόνιο».

  «Και ευρύτερη νοημοσύνη, Κύριε, ναι», απάντησε ο αδελφός μου. «Αν αυτό σας ικανοποιεί».

  «Όχι ιδιαίτερα» είπε ο βασιλιάς. «Αλλά θα σου πω την απόφασή μου, ούτως ή άλλως. Η γη πάει στο καλύτερο μυαλό, όπως λες».

  Ο αδελφός μου κρυφογέλασε. «Ευχαριστώ, Κύριε».

  «Περίμενε πριν μ’ ευχαριστήσεις» είπε ο βασιλιάς, κρατώντας το χέρι του ψηλά. «Το ξέρω ότι θα με συγχωρήσεις επειδή επιθυμώ να κρίνω μόνος μου ποιος έχει το καλύτερο μυαλό. Θα σας δώσω ένα αίνιγμα και σε οκτώ μέρες θα μου φέρετε και οι δυο την απάντηση. Το αίνιγμα είναι απλό: Ποιο είναι το πιο γρήγορο πράγμα στον κόσμο;»

  Ο αδελφός μου υποκλίθηκε και έφυγε με ελαφρό βήμα. Εγώ βάδιζα βαριά, βαριά ήταν κι η καρδιά μου. Δε μπορούσα να βάλω με το νου μου ποια θα μπορούσε να είναι η απάντηση. Ένα γεράκι; Ένα άλογο; Σίγουρα δεν ήταν κάτι τόσο φανερό. Αλλά το μυαλό μου καθάρισε όταν σκέφτηκα ότι ξέρω κάτι πολύ γρηγορότερο από το πιο σβέλτο πετρογέρακο ή το δυνατότερο άτι… την κόρη μου.

  Πήγα βιαστικά σπίτι, ανυπομονούσα να μοιραστώ τα νέα με την Αυγή.
/>   «Το γρηγορότερο πράγμα στον κόσμο» συλλογίστηκε. Μετά χαμογέλασε. «Μπαμπά, νομίζω ότι έχεις ήδη βρει την απάντηση».

  Έξυσα το κεφάλι μου. «Την έχω βρει;»

  «Ο νους» μου εξήγησε. «Το πιο γρήγορο πράγμα στον κόσμο είναι ο νους. Γι’ αυτό ήλθες σε μένα, σωστά; Πάντα έλεγες ότι η σκέψη μου τρέχει πιο γρήγορα κι από λαγό».

  «Ευλογημένη να είσαι, κόρη μου». Την φίλησα στα μάγουλα και την στριφογύρισα με τα χέρια μου, όπως την γύριζα μικρή. «Ποια θέλεις να είναι η ανταμοιβή σου;»

  «Φέρε μου κάτι από την πόλη. Ένα βιβλίο». Ήδη γύριζε τα μάτια της σ’ αυτό που κρατούσε. «Εσύ θα επικρατήσεις, Μπαμπά, το ξέρω».

  Πήγα ξανά στην πόλη του βασιλιά, και βρήκα τον αδελφό μου, αυτάρεσκο και φανφαρόνο όπως πάντα. Έμοιαζε έτοιμος να εκραγεί από περηφάνεια και ανυπομονησία όταν παρουσιαστήκαμε στον βασιλιά, κρυφογελούσε και κάτι μουρμούριζε στον εαυτό του ενώ πλησιάζαμε τον θρόνο.

  «Λοιπόν», είπε ο βασιλιάς. «Σας ρωτάω πάλι, ποιο είναι το πιο γρήγορο πράγμα στον κόσμο;»

  «Μεγάλε βασιλιά», είπε ο αδελφός μου, πριν προλάβω ν’ ανοίξω το στόμα μου. «Μελέτησα βιβλία και ρώτησα ταξιδευτές από τα πέρατα του κόσμου. Βρήκα ότι υπάρχει ένα ζώο, μια μεγάλη γάτα που ζει στις ξερές πεδιάδες του νότου, που τρέχει πιο γρήγορα από κάθε άλογο, όσο ταχύ ή δυνατό κι αν είναι. Αυτή η γάτα είναι το γρηγορότερο πράγμα στον κόσμο».

 

‹ Prev