Book Read Free

The Roots Of Our Magic

Page 14

by Kassandra Flamouri


  «Ξέρω το ζώο για το οποίο μιλάς» είπε ο βασιλιάς. «Είναι ταχύ, πραγματικά. Αλλά δεν είναι το πιο γρήγορο πράγμα στον κόσμο. Αγρότη, ποια είναι η δική σου απάντηση;»

  Καθάρισα τον λαιμό μου. «Ο νους, Κύριε. Το γρηγορότερο πράγμα στον κόσμο είναι ο νους, γιατί μπορεί να φτάσει πέρα από τα βουνά και τις θάλασσες πριν κάνουμε βήμα».

  Ο βασιλιάς μου χαμογέλασε, τα μάτια του ρυτιδιασμένα από χαρά. «Έχεις δίκιο, αγρότη. Αλλά έχω άλλο ένα αίνιγμα για εσάς: Ποιο είναι το πιο βαρύ πράγμα στον κόσμο;»

  Και πάλι, υποκλιθήκαμε πριν φύγουμε με τον αδελφό μου. Πριν χωρίσουν οι δρόμοι μας, μου είπε με περιφρόνηση:

  «Ήσουν τυχερός, αδελφέ. Αλλά ως εδώ θα σε βοηθήσει η τύχη σου».

  «Θα σε δω σε οκτώ μέρες» απάντησα μόνο και έτρεξα πάλι στο σπίτι, να βρω την κόρη μου.

  «Άσε με να το σκεφτώ» είπε αυτή την φορά. «Αλλά μην ανησυχείς, Μπαμπά. Θα βρω την απάντηση πριν γυρίσεις στην πόλη».

  Περίμενα μια μέρα, παρακολουθώντας την με την άκρη του ματιού μου, μέχρι που με πέταξε έξω από το σπίτι, γελώντας.

  «Δε μπορώ να σκεφτώ μ’ εσένα μέσα στα πόδια μου», φώναξε. «Πήγαινε να ταΐσεις τα γουρούνια».

  Την επόμενη μέρα, μου έδωσε την απάντηση, όπως είχε υποσχεθεί. Την πήρα μαζί μου στην πόλη του βασιλιά, με ελπίδα αλλά και φόβο στην καρδιά.

  «Το σίδερο» απάντησε ο αδελφός μου, με προτεταμένο το σαγόνι. «Έκανα μια μελέτη όλων των υλικών του κόσμου και οι μετρήσεις μου έδειξαν ότι το σίδερο είναι το βαρύτερο».

  Ο βασιλιάς κούνησε το κεφάλι, με ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη. Ο αδελφός μου σφίχτηκε.

  «Αλλά, Κύριε…»

  Ο βασιλιάς γύρισε προς το μέρος μου. «Λοιπόν, αγρότη; Ποιο είναι το βαρύτερο πράγμα στον κόσμο;»

  Ξεροκατάπια. «Η φωτιά».

  Το χαμόγελο του βασιλιά έγινε πλατύτερο. «Γιατί;»

  «Γιατί δε μπορείς να την σηκώσεις», είπα, αρχίζοντας να ιδρώνω.

  «Έτσι είναι», είπε ο βασιλιάς. «Ένα ακόμη αίνιγμα, αγρότη, και η γη θα είναι δική σου. Αλλά θέλω την απάντησή σου τώρα. Πες μου, ποιο είναι το πιο απαραίτητο πράγμα στον κόσμο;»

  Πάγωσα. Ο ιδρώτας που είχε μαζευτεί στα φρύδια μου κύλησε στα μάτια μου. Τα ανοιγόκλεισα μανιασμένα, προσπαθώντας να σκεφτώ. Ο αδελφός μου, όπως ήταν φυσικό, έσπευσε να εκμεταλλευτεί την σιωπή μου.

  «Το χρήμα, φυσικά», φώναξε.

  Ο βασιλιάς συγκράτησε έναν μορφασμό περιφρόνησης. «Όχι».

  «Το φαγητό, τότε», επέμεινε ο αδελφός μου. «Τι άλλο θα μπορούσε να είναι πιο σημαντικό;»

  «Η Γη η ίδια» πέταξα. «Χωρίς αυτήν, δεν θα υπήρχε φαγητό, ούτε νερό. Και… που θα στεκόμασταν, χωρίς αυτήν;»

  Ο βασιλιάς γέλασε χαρούμενα. «Η γη είναι δική σου, χωρίς αμφιβολία. Σε συγχαίρω».

  «Ευχαριστώ, Κύριε». Με κομμένη την ανάσα, ζαλισμένος από ανακούφιση, ήμουν έτοιμος να πέσω στο πάτωμα. «Ευχαριστώ».

  Ο αδελφός μου έφυγε σαν τον σίφουνα και εγώ ακολούθησα πιο αργά. Αλλά πριν να φτάσω στην πόρτα, ο βασιλιάς με κάλεσε πίσω.

  «Πρέπει να ξέρω», είπε. «Που βρήκες τις απαντήσεις στα δύο πρώτα αινίγματα; Οι λέξεις δεν ήταν δικές σου».

  «Η κόρη μου», εξήγησα. «Είναι το πιο έξυπνο άτομο που γνωρίζω».

  «Η κόρη σου!» φώναξε ο βασιλιάς. «Λοιπόν! Θέλω πολύ να την γνωρίσω».

  Υποκλίθηκα. «Μας τιμάτε, Κύριε».

  «Φέρε μου την», είπε ο βασιλιάς. «Αμέσως».

  Όταν μίλησα στην Αυγή για την εντολή του βασιλιά, ήλθε αρκετά πρόθυμα, γιατί δεν είχε πάει ποτέ στην πόλη και ήθελε να δει τις αγορές και τους ναούς, που είχε ακουστά. Όμως, όταν ο γοητευμένος βασιλιάς της ζήτησε το χέρι της, αρνήθηκε.

  «Αυτό δε μπορεί να γίνει», είπε. «Εσείς είστε βασιλιάς και εγώ ένα φτωχό κορίτσι».

  Ο βασιλιάς επέμεινε. Τρεις ολόκληρους κύκλους του φεγγαριού την πολιορκούσε, της έφερνε βιβλία και περγαμηνές από μακρινές χώρες και συζητούσε μαζί της για φιλοσοφία, κάνοντας βόλτες στους κήπους. Όπως και με τους άλλους θαυμαστές της, δεν άνοιξα συζήτηση, ούτε κι αυτή. Αλλά έβλεπα ότι της άρεσε, παρά τις διαμαρτυρίες της, και τελικά κάτσαμε μαζί και της ζήτησα μια εξήγηση.

  «Θέλεις να τον παντρευτείς;» ρώτησα. «Χωρίς κόλπα τώρα. Απάντησέ μου στα ίσα».

  Δίστασε για λίγο και μετά κατέβασε τα μάτια. «Ναι, Μπαμπά. Τον αγαπώ».

  «Τότε γιατί τον αρνείσαι;»

  «Πως μπορώ να τον δεχθώ, αν αυτό σημαίνει να σε αφήσω;» ρώτησε, τα μάτια της γεμάτα δάκρυα. «Θα μείνεις μόνος».

  «Τι βλακείες μου λέει η έξυπνη κόρη μου;» την πείραξα, αν και τα λόγια της χτύπησαν σαν βέλος την καρδιά μου. «Ο Μπαμπάς σου είναι πιο σκληρός απ’ ότι νομίζεις, κορίτσι μου. Και πως θα μπορούσα εγώ να ζήσω, με την σκέψη ότι δεν είσαι ευτυχισμένη να με στοιχειώνει κάθε μέρα που μου απομένει;»

  «Ήμουν χαρούμενη μαζί σου πριν», είπε. «Μπορώ να ξαναγίνω».

  «Και όταν φύγω;», ρώτησα απαλά. «Τι θα γίνει τότε; Τότε θα μείνεις εσύ μόνη σου. Να σου πω, δεν συμφωνώ. Παντρέψου τον, παιδί μου, με την ευχή μου».

  Παντρεύτηκαν σε δυο βδομάδες, αλλά, όπως με προειδοποίησε ο βασι
λιάς, με κάποιους όρους.

  «Η κόρη σου είναι αληθινά έξυπνη», είπε. «Και πιο σοφή από κάθε σύμβουλό μου. Αλλά πρέπει να υποσχεθεί ότι δεν θα ανακατευτεί ποτέ στις δουλειές μου. Δεν θέλω να πουν ότι ο βασιλιάς υπακούει στην βασίλισσα. Αν ποτέ παραβεί την υπόσχεσή της, θα πρέπει να φύγει αμέσως από το παλάτι. Και θα μπορεί να πάρει μόνο ένα πράγμα μαζί της, όποιο θεωρεί το πιο πολύτιμο».

  Η Αυγή συμφώνησε πρόθυμα, το ίδιο και εγώ, αν και είχα τις αμφιβολίες μου αν θα ήταν ικανή να τηρήσει αυτούς τους όρους. Για μερικά χρόνια, νόμιζα ότι οι φόβοι μου ήταν αβάσιμοι. Το αγρόκτημά μου ευημερούσε, όπως και όλο το βασίλειο. Επισκεπτόμουν την κόρη μου τακτικά και πάντα έφευγα σίγουρος για την ευτυχία της. Όλα πήγαιναν καλά… μέχρι τη μέρα που έφτασε κουβαλώντας μαζί της ένα τυλιγμένο σώμα.

  Κοιτούσα, με το στόμα ανοικτό, ενώ έδινε οδηγίες στους άντρες να κουβαλήσουν το σώμα στο εξοχικό μας. Υπάκουσαν και έφυγαν χωρίς να πουν κουβέντα ή να κοιτάξουν πίσω τους.

  «Αυγή. Ποιος είναι αυτός;»

  «Ο άντρας μου», είπε. «Κοιμάται».

  «Το βλέπω», αποκρίθηκα, αν και στην πραγματικότητα αναρωτιόμουν αν ήταν νεκρός. «Τι κάνει εδώ και γιατί κοιμάται τόσο βαθιά;».

  Χαμογέλασε. «Τον νάρκωσα».

  Την κοίταξα με φρίκη. «Γιατί;»

  «Για να βρω το δίκιο μου», είπε με ένα ρουθούνισμα. «Είχε γίνει γελοίος».

  Αναστέναξα. «Για πες μου».

  Ήταν, όπως είχε πει, αρκετά γελοίο. Έτυχε να βρεθεί μπροστά σε μια φιλονικία - κάτι σχετικά με έναν ψόφιο γάιδαρο, μια σέλα και έναν κλέφτη – και υποστήριξε αυτούς που έλεγαν ότι είχαν αδικηθεί.

  Αν και η κρίση της ήταν λογική και δίκαιη, ο βασιλιάς θύμωσε γιατί το θεώρησε - ή μάλλον το θεώρησαν οι σύμβουλοί του – σαν δική της παρέμβαση. Ο βασιλιάς διέταξε την Αυγή να φύγει με το πιο πολύτιμο πράγμα που είχε στην κατοχή της, όπως είχαν συμφωνήσει.

  Πάνω σ’ αυτό, αναστέναξα και την καληνύχτισα. Ήξερα ήδη πως θα τελείωνε η ιστορία.

  Το επόμενο πρωί, ο βασιλιάς ξύπνησε στο αχυρόστρωμα δίπλα στο τζάκι όπου είχε περάσει τη νύχτα και κοίταξε γύρω του, σαστισμένος. Όταν με είδε, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, και έπειτα τα μισόκλεισε με οργισμένη υποψία.

  «Που είμαι» ρώτησε.

  «Στο σπίτι του πατέρα μου», είπε η Αυγή, καθώς εμφανίστηκε στο κατώφλι.

  «Και ποιος σου έδωσε την άδεια να με φέρεις εδώ;». Ο βασιλιάς έκανε έναν μορφασμό και έπιασε το κεφάλι του. «Τι έκανες; Με κοπάνισες στο κεφάλι με κάποιο βιβλίο σου;»

  «Δεν έχει σημασία», είπε ανέμελα η Αυγή. «Όσο για το ποιος μου έδωσε την άδεια, μόνο τον εαυτό σου μπορείς να κατακρίνεις».

  Ο βασιλιάς ξεφύσησε. «Α ναι; Και πότε το έκανα αυτό;»

  «Όταν επέμεινες να δώσω αυτή την σαχλή υπόσχεση», απάντησε. «Ποτέ δεν θέλησα τα πλούτη σου και ποτέ δεν θέλησα να γίνω βασίλισσα. Μόνον εσένα ήθελα. Γι’ αυτό σε παντρεύτηκα και γι’ αυτό έφερα εσένα – ότι πιο πολύτιμο έχω – εδώ, στο σπίτι του πατέρα μου.

  Για μια στιγμή, νόμισα ότι ο βασιλιάς θα έσκαγε από θυμό. Την κοίταξε άγρια, τα μάγουλά του γέμισαν βαθυκόκκινα στίγματα, το σαγόνι του άσπρισε από το σφίξιμο. Όμως τότε, έτριψε το πρόσωπό του με την παλάμη του και γέλασε, η ένταση κύλησε από μέσα του σαν τρεχούμενο νερό.

  «Εντάξει», είπε. «Έχεις δίκιο, ήταν χαζό. Ανάθεμα την υπόσχεση και ανάθεμα στους συμβούλους. Είσαι η γυναίκα μου και θα κυβερνήσουμε μαζί αυτό τον τόπο».

  «Ακριβώς», είπε η Αυγή και τον φίλησε.

  Ο βασιλιάς έτριψε τα μάτια του και με κοίταξε. «Θα μπορούσες να με είχες προειδοποιήσει».

  «Θα μπορούσα», συμφώνησα. «Αλλά κανείς δε με ρώτησε».

  Έτσι λοιπόν, εγώ, ένας ταπεινός αγρότης, παντρεύτηκα μια πριγκίπισσα και ανάθρεψα μια βασίλισσα. Κάθε που ανατέλλει ο ήλιος, θυμάμαι πως έλαμπε το πρωινό φως στο πρόσωπο της Θερινής μου και νιώθω την παρουσία της στις πρώτες ακτίνες της αυγής. Βλέπω την χαρά της ν’ αντανακλάται στο στραφτάλισμα που κάνει το φως του ήλιου στα νερά του ποταμού, στο διάστικτο χρυσάφι των φθινοπωρινών φύλλων… σε κάθε γωνιά, κάθε εποχή, την βλέπω. Είναι ακόμη μαζί μου. Και ξέρω πως, ότι κι αν έζησε στο παλάτι που γεννήθηκε, εμείς περάσαμε καλύτερα.

  ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

  Το Η Στέψη μιας Βασίλισσας διαδραματίζεται στο ίδιο πλαίσιο με το Η Γέννηση μιας Βασίλισσας, σε διαφορετική χώρα όμως. Βασίζεται στο παραδοσιακό ελληνικό παραμύθι «Ποιο είναι το γρηγορότερο πράγμα στον κόσμο;», όπως το κατέγραψαν οι Σούλα Μιτακίδου, Άντονι Λ. Μάνα και Μελπομένη Κανατσούλη στο βιβλίο τους Greek Folktales. Σύμφωνα με αυτές, παραλλαγές του συναντιούνται στις παραδόσεις διαφόρων λαών σε όλο τον κόσμο. Όπως αναφέρουν, η ελληνική εκδοχή είναι γνωστή από την Ελληνιστική εποχή.

  A QUEEN BETROTHED

  I’m a king, Felix reminded himself. A king, just like Darrin. He leaped from the saddle to greet his host. King Darrin of Seafare had been a stalwart companion throughout a long and devastating war and an immovable pillar of support as Felix adjusted to the unexpected—and unwelcome—burden of kingship. Felix had of course known that he would take the throne of Skylin one day, but the manner and timing of the actual event had left much to be desired. Being k
ing, even with all its dubious pleasures, was not worth the loss of his father.

  “Well met.” Darrin grinned, grasping Felix’s shoulder fondly. “Come in and take your rest. I’ll send for refreshments.”

  “On behalf of my men, I thank you. But for myself, I would speak with you before all else,” Felix replied, his smile faltering slightly.

  “I see.” Darrin gave a few rapid orders and turned, gesturing for Felix to follow.

  “I gathered from your letter that this isn’t merely a social call,” Darrin remarked as the two settled themselves in what Felix assumed was Darrin’s private study. “You must know that whatever you require will be yours if it’s within my power to grant it.”

  “It’s a great relief to hear you say so.” Felix looked down at the embroidered rug beneath his feet. “But I won’t hold you to an open promise.”

  Darrin smiled. “Come now, Felix. It can’t be so very bad. What is it that you need? Supplies for the coming winter? There’s no shame in seeking aid; Skylin bore the brunt of the invasion. We owe you our lives—surely you can't think we would begrudge you a bit of grain.”

  “Thank you.” Felix shifted to ease a sudden cramp in his gut. “But I fear that’s only the half of it.”

  “And the other?”

  Felix hesitated, then raised his eyes to meet Darrin’s. “I have need of a wife. Or so I’ve been informed.”

  “A wife,” Darrin repeated, looking nonplussed. He quickly rallied. “Yes, I suppose you do.”

  Felix remained silent, observing his friend keenly. Was Darrin offended? Felix’s mother hailed from a land where women ruled, and the Dawn Queen had passed her views and values on to him. The thought of women traded like sacks of barley made his skin crawl. Darrin, however, was of Seafare and thus—according to everyone who wasn’t from the wilderlands of Skylin—worldly and civilized. He didn’t seem at all perturbed by the thought of using his daughter to discharge a debt.

 

‹ Prev